μορτοβάτη

μορτοβάτη
μορτοβάτη και μορτοβάτις, ἡ (Α)
(για τη βάρκα τού Χάρωνος) αυτή που επιβαίνεται, που πατιέται από τους νεκρούς («μορτοβάτιν
ἀνθρωποβάτιν ναῡν», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μορτός + -βάτη / -βάτις (< βαίνω), πρβλ. ακανθο-βάτις, καται-βάτις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”